Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιπαράγω — ἐπιπαράγω (Α) περιφέρω πάνω σε κάτι («τήν χεῑρα ἐπιπαράγων ἐπὶ τὸ στῆθος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek